Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2008

ΑΛΛΟΚΟΤΟ

Γύπας βρωμερός με την ανατολή Έρχεται και τα σπλάχνα σου ξεσκίζει Στην πέτρα καρφωμένος στέκεσαι. Κανείς δε θα 'ρθει να σε βρει γιατί κανείς δε σε γνωρίζει. Γυμνός με τα καρφιά στα χέρια Σου απάνω απ' το σταυρό μας αγναντεύεις. Με λόγχη τα πλευρά Σου τρύπησαν. Νερό τους ζήτησες κι αυτοί Σου 'δώσαν ξύδι. Στον κόσμο τούτο 'δω που ήρθαμε τους ανθρώπους θυμούνται σαν πεθάνουν Σε κόλλα άσπρη χαρτί τους τυλίγουνε και σε μελάνι μαύρο τους βαλσαμώνουν. Αλλόκοτο Είν' απ' όλα όμως πιο πολύ, σ' ιδρώτα αλλωνών τα χέρια πλένουν. Στους τοίχους των σπιτιών τους ανθρώπους χτίζουνε και τα παιδιά τους μ' αλλωνών ποτίζουν αίμα.

ΑΡΕΤΗ

Αρετή δεν είναι το «καθώς πρέπει». Αρετή δεν είναι ο πουριτανισμός. Αρετή δεν είναι κανείς να μη σε βλέπει. Δεν είναι αρετή ο κρυφός εγωισμός. Αρετή δεν είναι τη σκέψη σου να κρύβεις. Αρετή δεν είναι να κλείνεις την καρδιά. Αρετή δεν είναι να παίρνεις – να μη δίνεις. Δεν είναι αρετή τα πάντα να μετράς. Αρετή δεν είναι τίποτα να μη φοβάσαι. Αρετή δεν είναι μυαλό να ‘χεις ψυχρό. Αρετή δεν είναι τα πάντα να θυμάσαι. Δεν είναι αρετή να λες: «Δε συγχωρώ». Δεν είναι αρετή πρόσωπο παγωμένο. Δεν είναι αρετή δυό μάτια σκοτεινά. Δεν είναι αρετή χαμόγελο σβησμένο. Αρετή δεν είναι λόγια κοφτά – πικρά. Δεν είναι αρετή ψέμμα κι υποκρισία. Δεν είναι αρετή βλέμμα ειρωνικό. Δεν είναι αρετή εκβιασμός και βία Κι ούτε να μη μπορείς να πεις «Σε αγαπώ». Δεν είναι αρετή να κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν είναι αρετή να εκμεταλλεύεσαι. Δεν είναι αρετή σε λάθη να επιμένεις, να βλέπεις το κακό και να μην αντιστέκεσαι. Δεν είναι αρετή να λες: «Είμ’ ανδρειωμένος». Δεν είναι αρετή να λες: «Είμαι σοφός». «Χωρίς εμένα ο κόσ

ΔΕΝ

Δεν είδα – δεν ξέρω – δε μιλώ. Δεν άκουσα – δεν πρόσεξα – δεν πήγα. Δεν έχω – δε δίνω – δε ζητώ. Δεν έψαξα – δεν πόθησα – δε βρήκα. Δεν κάνω – δεν πιάνω – δεν κρατώ. Δεν πήγα – δεν είπα – δε βγήκα. Δεν κατεβαίνω – δεν ανεβαίνω – δε ρωτώ. Δε βάδισα – δεν κοίταξα – δεν είχα. Όλα τα ΔΕΝ, δεν έχουν λόγο. Δεν έχουν κίνηση, δεν έχουν ζωή. Ψυχή δεν έχουνε, δεν έχουν ελπίδα. Δεν έχουν μέλλον, τέλος κι αρχή.

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Το χέρι σου ήταν κρύο σαν είπες αντίο. Δυο λέξεις που ίσως φώναξες χάθηκαν στη βοή. Έπειτ' απομακρύνθηκες και χάθηκες στη σκόνη Το μόνο που απέμεινε, μια ανάμνηση θολή. Όμως δε θα ξεχάσω τι μου 'χες πρωτοπεί σαν σου 'πα ότι γέρασα, μα νιώθω σαν παιδί. «Σα συμβιβαστείς το ρέμα θα σε πάρει. Στα ποτάμια της σκλαβιάς για πάντα θα κυλάς. Σκλάβος δε θα είσαι, μα θα σε πουλάνε Θα τους βλέπεις κι όμως πάλι θα χειροκροτάς». Πολέμα τους μύλους λοιπόν Δον Κιχώτη φίλε τρελλέ. Στην τρέλλα σου μείνε πιστός γιατί ο κόσμος τούτος είναι κακός. Το χέρι σου ήταν κρύο σαν είπες αντίο. Δυο λέξεις που ίσως φώναξες χάθηκαν στη βοή. Έπειτ' απομακρύνθηκες και χάθηκες στη σκόνη. Το μόνο που απέμεινε, μια ανάμνηση θολή.

ΕΙΜΑΙ

Είμαι νερό που τρέχει. Αέρας που φυσά. Κομήτης μεσ' το άπειρο που ποτέ δε σταματά. Σε ένα μέρος δε μπορώ. Μαυρίζει η ψυχή μου. Ένα ταξίδι ατέρμονο ολόκληρη η ζωή μου. Τρένο αν ήμουν θα 'σπαζα τις ράγες δίχως άλλο κι αν ήμουν πλοίο θα 'θελα να φύγω απ' το νερό. Ο άνεμος με γέννησε στα σύννεφα απάνω. Τον ήλιο μόνο θέλησα από κοντά να δω. Εχθροί μου η σκόνη κι η σκουριά γιατί ρίζες δεν έχω. Μα δυστυχώς κι ούτε φτερά ψηλά για να πετώ. Παντού θα περιπλανηθώ. Παντού πάντα θα τρέχω. Παντού θα ψάχνω για να βρω αυτό που μέσα μου ποθώ. Δεν τρέχω πίσω απ' τον καιρό. Έχω ρυθμό δικό μου. Γρανάζια κι αλυσίδες εγώ δε θα σκλαβωθώ. Αιώνιες κι αθάνατες είν' όλες μου οι ελπίδες. Πίστεψα και ήλπισα μονάχα στο Χριστό.

ΕΛΛΗΝΑΣ

Αν ξέχασες ποιος είσαι και που πας. Ποιοι πάταγαν το χώμα που πατάς. Η μνήμη σου αν έχει εξασθενήσει κι εικόνες ξένες σ' έχουν κατακτήσει… Τότ’ Έλληνας δε δικαιολογείσαι να λέγεσαι. Μονάχα προσποιείσαι.

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ

Κανείς δε θα με κλείσει σε τοίχους μαζί μ' άλλους που θύματα έχουν πέσει στους στόχους τους μεγάλους. Κανείς δε θα σφραγίσει την πόρτα της καρδιάς μου. Στο άπειρο θα απλωθεί, να νιώσει κόσμους άλλους. Τη ραδιενέργεια που εκπέμπει η οθόνη δε θ' αφήσω πια κάνει τα όνειρά μου σκόνη. Μόνο την κιθάρα μου ακούω σαν μιλάει. Μαζί μου στα ουράνια σαν αετός πετάει. Το όπιο που μας ποτίζουνε εγώ δεν το αγγίζω. Σαν αετός περήφανα ψηλά θα φτερουγίζω. Δεν μ' αγγίζουν οι βολές, δόκανα δε με πιάνουν. Τα βέλη που μου ρίχνουνε απάνω εδώ δε φτάνουν. Δε θ' αφήσω να μου πάρουν την ψυχή μου. Έξω από τα όρια θα ζήσω τη ζωή μου. Δεν εξουσιάζεται ο νους μου από κανένα και η καρδιά μου ελέγχεται μονάχα από ‘μένα κι Εσένα, αν θες.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Έμαθες να ζεις όπως σου δείξαν. Όπως διδάχτηκαν κι αυτοί που σου 'μαθαν. Ψήλωσαν το φράγμα που άλλοι χτίσαν. Σε λίγο το σκοτάδι θ' απλωθεί παντού. Πως μπορείς να λες ότι ζεις εφόσον θρέφεσαι απ' τις σάρκες του νεκρού σου αδερφού; Πως μπορείς να ζεις και να μιλάς χωρίς να ντρέπεσαι, δίχως τύψεις να σου πυρπολούν το νου; Επανάσταση θέλω να κάνω. Να βγάλω όλον τον κόσμο απ' τη βρομιά. Όμως υψώνω τη γροθιά κι απάνω εκεί δε φτάνω. Γυρίζω το λοιπόν στα χαμηλά. Έλα γι άλλη μια φορά στη γη Χριστέ μου. Τη σαπίλα διώξε μακριά. Οι χριστιανοί δεν είναι χριστιανοί, στην αγάπη δεν πιστεύουν. Μα στο χρήμα, το δόλο και την ψευτιά.

ΖΗΣΕ

Είναι μια λεπτή – λεπτή κλωστή που κρατάει από το θάνατο τη ζωή. Είν’ ώρες – ώρες σκληρή. Ατσάλι ! Κι είναι σαν άχυρο άλλες ώρες πάλι. Κόβεται μόνο. Ποτέ δε σπάει. Το βάρος της ζωής δεν την τραβάει. Μ’ αν είναι βαριά, σαν θα κοπεί, η πτώση σαν πάταγος θ’ ακουστεί. Θάλασσα ο θάνατος γεμάτη ψυχές. Βαριά η ζωή, πολλές οι φωνές. Μ’ αν η ζωή λίγο ζυγίζει, του θανάτου τα νερά δε θα κουνήσει. Κανείς δε θα νοιαστεί στους δυο τους κόσμους. Μικροί στη ζωή και το θάνατό τους όσοι δε φρόντισαν βάρος να δώσουν, όσοι προσπάθησαν δρόμο να κόψουν, όσοι δε θέλησαν ρίζες ν’ απλώσουν, όσοι δειλιάσανε, όσοι ντραπήκαν, όσοι δε μάτωσαν, όσοι δε βγήκαν απ’ το κουκούλι που ‘χτισαν γύρω απ’ τα φτερά τους. Αθόρυβος ο θάνατος κι άφωνη η φωνή τους. Ασήμαντο το τέλος τους όπως κι η γέννησή τους.

Η ΠΟΛΗ ΜΕ ΠΝΙΓΕΙ

Η πόλη με πνίγει πια δε βαστώ. Πρέπει να φύγω για να σωθώ. Στον ώμο η κιθάρα - βρυχάται η μηχανή. Καλπάζουν τ' άγρια άτια μου στην εθνική. Τ' άστρα το βράδυ να δούμε μαζί και το πρωί την ανατολή. Να δούμε την Πούλια και τον Αυγερινό. Έλα να φύγουμε μαζί από 'δω. Σαν άνθρωποι να ζούμε όχι σαν ποντικοί. Έλα να φύγουμε μωρό μου μαζί.

ΚΑΘΑΡΣΗ

Πέσε βροχή και πάρε μακριά τις πίκρες όλου του κόσμου. Καθάρισέ τον από την ψευτιά, τα μίση και τους φόβους. Και όταν θα 'χει καθαρίσει εντελώς άσε τον ήλιο να σκορπίσει την ελπίδα. Σύννεφα ανοίξτε να φανεί ο ουρανός κι αφήστε πάλι να περάσει μια αχτίδα. Πέσε βροχή. Πότισε τα σπαρτά. Να πιούνε, να ορθώσουνε θεόρατα κορμιά. Να πολεμήσουνε όλα το κακό. Να αλλάξουν όψη πια στον κόσμο αυτό.

ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΠΡΟΔΟΘΩ

Κι αν η ζωή μου τα ‘φερε καλά και μεσ’ τα χέρια μου κρατώ ό,τι ποθούσα. Αχάριστος θα ήμουνα πολύ άμα τους φίλους τους καλούς όλους ξεχνούσα. Κι αν με βοηθάει η μοίρα φανερά και πιο ψηλά να πάω με προστάζει. Δε με τυφλώνει η λάμψη του χρυσού. Το χρήμα εμένα δε με διατάζει. Οι φίλοι είναι τα πλούτη μου. Χρυσάφι η φιλία. Κι αν έρπουν γύρω κόλακες δε δίνω σημασία. Αυτοί μου δίνουν δύναμη μπροστά να προχωράω. Αυτοί ‘ναι πάντα δίπλα μου σαν κλαίω – σα γελάω. Κι αν κάποτε στραφούν απάνω μου τα φώτα εγώ δε θα τυφλωθώ. Στους φίλους θα μιλώ για πάντα όπως και πρώτα. Και δε θα προδοθώ.

ΚΑΜΜΕΝΗ ΓΗ

Ο αδελφός του Θανάτου, ο Ύπνος σα σε πήρε, τότ’ άνοιξαν τα μάτια σου και είδαν καθαρά. Ήταν αλήθεια ο χρησμός που σου ‘στειλ’ η Δωδώνη. Ήμουν εγώ ο θεριστής κι ο θερισμός κοντά. Χρυσό φλουρί αντίτιμο ζητάει ο βαρκάρης κι οι Ερινύες κράζοντας τριγύρω σου πετούν. Της απληστίας τον καρπό αν έκαιγες πριν έρθεις χρησμό άλλο θα είχανε τα φύλλα να σου πουν. Στα χέρια μου όμως κρατώ φωτιά αντί δρεπάνι και καίγοντ’ όσα δε μπορούν να τρέξουν ερπετά. Φλόγες και στάχτες η σοδειά του σπόρου που ‘χες σπείρει. Κάηκε η Γη πολύ βαθιά και δε βλασταίνει πια.

ΚΟΣΜΙΚΗ ΛΟΒΟΤΟΜΗΣΗ

Σκαλισμένοι στην πέτρα του νου σε στενά σκοτεινά μονοπάτια, φόβοι, ελπίδες και πόθοι κρυφοί που δε βλέπουν ποτέ κάποια μάτια. Στο Λαβύρινθο μέσα φωνή ικετεύει να σπάσουν τα τείχη. Τελευταία θανάτου πνοή: «Θεέ προσπάθησα μα δεν είχα τύχη». Ξαναμμένα μυρμήγκια σειρά, τρέχουν δίχως να 'χουν ώρα για σκέψη. Χέρι χέρι σε κάποιο χορό. Πολλά χαμόγελα, μα ούτε μια λέξη. Τα ονόματά τους φριχτοί αριθμοί, κάποιες άψυχες γεμίζουν σελίδες. Μια καμπύλη, μια κατανομή, ροκανίζει τις όποιες ελπίδες. Λοβοτομημένοι, δίχως μιλιά. Μαστουρωμένοι περνάμε καλά. Κελιά έχουνε γίνει τα σπιτικά. Γεννιόμαστε - πεθαίνουμε όλοι κρυφά. Περνάμε τη ζωή μας μπροστά στην Τι - Βι. Μα η ζωή είν' απ' έξω. Δεν είμαστ' εκεί.

ΚΥΡΙΕ ΚΥΡΙΕ

«Κύριε Κύριε» φώναξαν κάποιοι «βοήθησον», μα οι ίδιοι δε βοήθησαν τους εαυτούς τους λες και περίμεναν το σημάδι από τον ουρανό που θα τους ξύπναγε απ’ τη νάρκη και την ακηδία τους. Λες και ο ίδιος Ο Θεός θα τους έπαιρνε από το χέρι και θα τους έβαζε πάνω στην σωστή τροχιά. «Κύριε Κύριε» φώναξαν κάποιοι «συγχώρησον», μα οι ίδιοι δε συγχώρησαν τους οφειλέτες τους, τονίζοντας την αδυναμία που συνοδεύει την ανθρώπινη ιδιότητά τους, σκληροί όμως κι άφρονες απέναντι στους συνανθρώπους τους, μη αναγνωρίζοντάς τους τις ανθρώπινες αδυναμίες που κι εκείνοι έχουν. Άτεγκτοι. Άσπλαχνοι. Αλαζόνες. «Κύριε Κύριε» φώναξαν κάποιοι μα Εκείνος κοιτώντας τους στα μάτια απάντησε: «Αλήθεια σας λέω δε σας γνωρίζω» και διέταξε τα αγγελικά τάγματα να πετάξουν έξω από το γαμήλιο γλέντι τους απρόσκλητους και τους θυροφύλακες Αρχαγγέλους να κλείσουν και να σφραγίσουν για πάντα τις πόρτες της Βασιλείας των ουρανών.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Όταν η μοίρα πρόσταξε να γίνει ο άρχοντας της Πόλης τα στήθη του γέμισαν περηφάνια, αλλά σίγουρα δε χάρηκε πολύ. Όμως δεν είχε κιοτέψει ποτέ στη ζωή του για να κιοτέψει και τώρα. Το βασιλικό ποτήρι σήκωσε που ‘χε ποτό πικρό. Το ύψωσε στον ουρανό και είπε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου. Θεέ μου στην υγειά Σου». Στην πολεμίστρα στάθηκε με το σπαθί στο χέρι κι αγνάντεψε το βρωμερό βαρβαρικό ασκέρι. Τσακάλια λύκους κι ύαινες τους είδε μέσ’ το νου του να φάν’ τη σάρκα και να πιουν το αίμα του λαού του. Φόβο ποτέ δεν ένιωσε στα στήθια ο αετός. Αμέτρητοι ήταν οι εχθροί κι εκείνος μοναχός. Κι αντί ν’ απλώσει τα φτερά στη Δύση να πετάξει ή μπρος στα πόδια του εχθρού να ρίξει το σπαθί, μπρος στις επάλξεις στάθηκε. Στον αέρα η βασιλική πορφύρα ν’ ανεμίζει. Τα χέρια του άνοιξε πλατιά και είπε: «Είμαι έτοιμος. Ελάτε».

ΜΑΓΙΑ

Σπάσε τα Μάγια που σε δένουν με μια θολήν εικόνα, μιαν αντανάκλαση που τρέμει πάνω στο νερό. Η ομορφιά η πραγματική πρόσωπο δεν έχει. Στα βάθη κοίτα της καρδιάς και όχι στον αφρό.

ΜΑΖΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ

Μαζώματα τ’ ανέμου. Άμμος και φύλλα. Σταγόνες βροχής, χαλάζι και χιόνι. Ο άνεμος τα φέρνει. Ο άνεμος τα παίρνει. Κι αν τη ζωή σου έκτισες μ’ αυτά μην κλάψεις σα με τον άνεμο θα φύγουν μακριά. Μαζώματα τ’ ανέμου. Τι να κρατήσεις; Στη μελωδία του να μην παρασυρθείς. Ψηλά θα σε σηκώσει. Μα κάτω θα σε ρίξει με δύναμη στα όρνεα βορά. Να ξέρεις: Του άνεμου παιδιά είναι κι αυτά.

ΜΑΚΑΡΙΟΙ

Μακάριοι όσοι πολλά δε βλέπουν. Μακάριοι όσοι πολλά δεν ακούν. Μακάριοι όσοι το σήμερα ζούν και όσοι το χθές ξεχνούν. Μακάριοι αυτοί που πάν αργά. Μακάριοι όσοι κομμάτια είναι της φύσης. Όσων η ψυχή έχει φτερά κι όσοι τον ήχο δεν ακούν, που έρχεται, της δύσης. Μακάριοι στο πνεύμα οι φτωχοί. Στα χέρια όσοι τίποτα δεν έχουν. Μακάριοι οι μικροί κι οι ταπεινοί. Απ' την αλήθεια, είν' αλήθεια, δεν απέχουν.

ΜΑΣΚΕΣ

Και τώρα που πέφτουνε οι μάσκες κίτρινα φύλλα από σαπρά κλαδιά πτώματα βλέπω γύρω μου. Πτώματα που μιλάνε. Νεκρούς που ζευγαρώνουνε και θάνατο γεννάνε. Ανδρείκελα που σύρματα τα μέλη τους κινούνε Ψέμματα θέλουν ζωντανοί να καταμετρηθούνε. Μάτια που βλέπουν θέλουνε με ψέμμα να τυφλώσουν το γένος το ανθρώπινο ψυχρά να ταπεινώσουν. Είναι το μίσος άσβεστο γι αυτούς ζωή που έχουν και να τους βλέπουνε να ζουν αφόρητο να στέργουν. Αφόρητη κι η πίκρα τους το θάνατο που ζούνε κι άλλο από το θάνατο δεν έχουνε να πούνε. Ειμ’ άνθρωπος. Κοιτάω ψηλά. Τις κορυφές του ήθους Κι ακούω σα σφυριές στ’ αφτιά τις οιμωγές του πλήθους. Να μένω ασυγκίνητος δε θέλω – δεν αντέχω. Στον πόλεμο ενάντια στο σκότος συμμετέχω. Μαχόμενος καθήκον μου μια μέρα είναι να πέσω. Στη λήθη και το θάνατο να μη συγκατανεύσω. Στερνός σπαρτιάτης να σταθώ φυλώντας Θερμοπύλες. Το ήθος τις αξίες και του γένους μου τις μνήμες. Κι όταν θα πέσω εγώ στερνός, την κρίση θ’ ανταμώσω. Για προδοσία και φυγή λόγο δε θα κληθώ να δώσω. Για τα πο

ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

Τα μάτια έκλεισες ποτέ σου, σε ρωτώ. Του ήλιου ένιωσες το χάδι και του αέρα; Πέταξες ποτέ στο μέλλον και στο παρελθόν; Περπάτησες ως την άκρη αυτής της κτίσης και πιο πέρα; Μπήκες ποτέ μέσα στης φλόγας την καρδιά; Τον γύρο έκανες ποτέ όλου του κόσμου; Προσπάθησες ποτέ να δεις σ’ άλλα μυαλά; Μήπως φαντάστηκες ποτέ το θάνατό σου; Τη σκάλα – πες μου – έψαξες να βρεις που οδηγεί από τη γη στου ουρανού τα βάθη; Κι άμα τη βρήκες πήγες να την ανεβείς; Κι αν την ανέβηκες πες μου τι έχεις μάθει; Σχημάτισες ποτέ μέσα στο νου σου Το Θεό; Στοχάστηκες ποτέ τι θέλει από εσένα; Πες μου μήπως ποτέ σου αντίκρισες Το Φως; Κι αν το αντίκρισες φανέρωσ’ το σ’ εμένα. Τα μάτια σου μια μέρα κράτησε κλειστά και άφησε ψηλά το νου σου να πετάξει. Θ’ ανακαλύψει τόσα πράγματα κρυφά και γι άλλα τόσα θα ρωτήσει και θα ψάξει.

ΜΙΚΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Ο κόσμος φίλε μου είναι μικρός. «Αντίο» μη λες ποτέ για πάντα. Δεν ξέρεις τι φέρνει ποτέ ο καιρός. Προσεκτικά λοιπόν περπάτα, Μικρή φίλε μου είν΄ η ζωή. Μικρή και η Γη, μικροί κι οι ανθρώποι. Θα 'ρθούν εδώ και θα φύγουν πολλοί. Θα 'ρθεί κι η σειρά μας. Κανείς δε γλιτώνει. Κάπου ψηλά μέσ' τον ουρανό θα μάθουμε όλοι ποια είν' η αλήθεια. Άμα χαθούμε εκεί θα σε βρω. Βαλ΄ την ελπίδα βαθιά μέσ' τα στήθια. Χαμένος μετράει όποιος ξεχαστεί. Νεκρός δεν είν' όποιος ζει μέσα στη μνήμη. Μαζί μου είστε πάντα κι ας φύγατε 'σεις Στ' αυτιά μου ηχεί πάντα η φωνή σας ω φίλοι. "Αντίο για πάντα" λοιπόν δε θα σας πω. Μικρός είν' ο κόσμος σας το 'πα και πρώτα. Αργά η και γρήγορα ξανά θα σας δω. Αυλαίες κι αν πέσουν κι αν κλείσουνε φώτα.

ΜΠΑΜΠΗ

Μου 'χε πει πως θα γυρίσει μία μέρα σαν τις άλλες. Ήθελε να συναντήσει πρώτα πόλεις πιο μεγάλες. Χάθηκε μέσα στη λήθη που 'χε αυτός κατασκευάσει. Άγνωστος μέσα στα πλήθη σε μια πόλη που βραδιάζει Μπάμπη γύρισε ξανά. Δεν είν' η θέση σου στης νύχτας τα σκοτάδια. Μην τρέχει η σκέψη σου μακριά σε κάποια όνειρα που γίνανε ρημάδια. Μου 'χε πει πως θα γυρίσει μα ακόμα περιμένω. Μια στεγνή που στάζει βρύση μετρά το χρόνο το χαμένο. Τώρα θα 'μασταν παρέα Χαβαλέ και φασαρία και θα λέγαμε στιχάκια που πειράζουν τη Μαρία. Μπάμπη γύρισε ξανά. Δεν είν' η θέση σου Στης νύχτας τα σκοτάδια. Μην τρέχει η σκέψη σου μακριά σε κάποια όνειρα που γίνανε ρημάδια.

Μυστικά και αλήθειες

Τα καραβάνια μάζεψαν απ’ των ερήμων τα ιερά, μυστικά και αλήθειες και στα λιμάνια τα είπανε σε όλα τα πουλιά κι ήρθαν μια μέρα βροχερή οι γλάροι και με βρήκαν κι ώρες πολλές μιλάγαμε μέσ’ την κακοκαιριά. Όσο μου ‘λέγαν δάκρυζα. Ανάθεμα την ώρα! Το δάκρυ μου ένα γίνονταν με τις στάλες της βροχής. Κι οι γλάροι συνεχίζανε – δυνάμωνε κι η μπόρα. Κι όταν τελειώσαν ένιωσα ξένος και δυστυχής. Γιατί πουλιά της θάλασσας διαλέξατε εμένα; Γιατί με στιγματίσατε ως τα βάθη της ψυχής; Κάλλιο απ’ αυτά τα μυστικά μη γνώριζα κανένα. Απλός διαβάτης να έμενα στο διάβα της ζωής.

ΞΥΠΝΗΣΤΕ

Βγάλτε τα χαλινάρια απ’ την αγάπη που ακούτε στις καρδιές σας να βρυχάται. Αφήστε την ελεύθερη να τρέξει, να βρείτε τη γαλήνη που ζητάτε. Βγάλτε τις παρωπίδες απ’ τα μάτια και δείτε δίπλα σας ποιος περπατάει. Τα φίμωτρά σας βγάλτε και μιλήστε. Και ο διπλανός σας ξέρετε όπως κι εσείς μιλάει. Μασημένη τροφή νεογέννητο παιδί θέλει μόνο. Σίγουρα όχι! Η σκέψη στο μυαλό δε φέρνει πόνο. Στη φλεγόμενη βάτο μπείτε και περπατήστε. Ανοίξτε τα μάτια σας καλά. Η ώρα ήρθε. Ξυπνήστε! Κι εσείς, όσοι νομίζετε πως είστε ξυπνημένοι μύωπες είσαστε και γι αυτό διπλά δυστυχισμένοι. Ξυπνήστε όλοι. Είναι καιρός το φως όλοι να δούμε, αλλιώς θα κινδυνέψουμε μια μέρα να χαθούμε.

Ο ΔΡΟΜΟΣ

«Έλα σ' Εμένα» μου 'πες «Έλα σ' Εμένα. Ο κόσμος ετούτος δεν είναι για 'σένα. Κοίτα πως σβήνει η κακία του κόσμου τη φλόγα που 'χεις στην καρδιά. Κοίταξε μέσα στης ψυχής σου το βάθος. Φωνάζει για Εμένα και δεν κάνει λάθος. Ζητάει αγάπη. Ζητάει αλήθεια κι Εγώ θα στα δώσω όλα αυτά». «Γυρισμό δεν έχει Ο Δρόμος Μου. Πίσω μην κοιτάς. Κι αν σκοντάψεις θα είμαι στο πλάι σου. Κι όταν θα πονάς». «Να μη φοβάσαι» μου 'πες «Να μη φοβάσαι. Πόνο και κόπο ποτέ μη λυπάσαι. Στενός είν' Ο Δρόμος, στρωμένος μ' αγκάθια. Μια ατέλειωτη ανηφοριά. Είναι Ο Δρόμος μια ατέλειωτη πάλη, μα δρόμοι για Εμένα δεν υπάρχουν άλλοι. Λίγοι και ήρωες αυτοί που θα φτάσουν μέσ' τη ζεστή Μου αγκαλιά. Γυρισμό δεν έχει Ο Δρόμος Μου. Πίσω μην κοιτάς. Κι αν σκοντάψεις θα είμαι στο πλάι σου Κι όταν θα πονάς».

Ο κυρ Γιώργος κι ο Χάρος

Κυρ Γιώργη μου το Χάροντα αντίκρισες γενναία σαν ήρθε πάνω απ’ το προσκέφαλο και σου ‘κανε παρέα. Σα φίλο τον αντάμωσες και τα ‘πατε μαζί πριν φύγεις απ’ τη μάταια πικρή τούτη ζωή. Τραγούδια δεν τραγούδησες μα κι ούτ’ έχυσες δάκρυ παράταση δεν ικέτευσες κι ούτ’ έτρεμες σα στάχυ. Μον’ ανδρειωμένος στάθηκες στην όψη της ρομφαίας. Τα γόνατά σου λύγισες. Σεμνά σταυροκοπήθηκες και πέταξες στους ουρανούς με άγγελους παρέα. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή σου.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Κάψτε, σκοτώστε, ξεριζώστε. Γκρεμίστε τα πάντα ξεθεμελιώστε. Σκίστε, βιάστε, κόψτε, πνίξτε. Σφαίρες, πυραύλους, βόμβες ρίξτε. Ό,τι είναι όρθιο ισοπεδώστε κι ό,τι είναι ιερό βεβηλώστε. Κόκκινη βάψτε την πλάση μ’ αίμα, άνθρωπο ζωντανό μη δω κανένα. Ρημάξτε, ξηλώστε, παλουκώστε. Σάρκα γυμνή μαστιγώστε. Πόνους και βάσανα σ’ όλους χαρίστε κι ό,τι είναι άσπιλο ευθύς βρωμίστε. Αλάτι εκεί που τρέχει αίμα. Φαρμάκι πικρό μέσα σε κάθε ρέμα. Καρφιά κι αλυσίδες δέστε τα χέρια. Τυφλώστε τα μάτια μη βλέπουν τ’ αστέρια. Σπλάχνα δώστε στα όρνια να φάνε. Άγιες οι λόγχες που σάρκες τρυπάνε. Ήρωες κείνοι που θάνατο σπέρνουν. Σκλάβοι στη δύναμή μας όσοι γέρνουν. Κόλαση ξέρασε τη φωτιά σου. Πολέμαρχε ευλόγησε τα παιδιά σου. Μάνα Γη πρόσμενε σοδειά θανάτου. Ο γιος σου ο άνθρωπος μορφή πήρε δράκου.

Ο,ΤΙ ΛΑΜΠΕΙ

Ι Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός κι όπου φωτιά, εκεί καπνός. Φλύαρος άνδρας, άνδρας φτωχός. Λόγια γλυκά, νους πονηρός. ΙΙ Φυσώ το γιαούρτι για να μην καώ, αφού μια μέρα κάηκα φριχτά στο χυλό. Κι αν είναι χρήμα ο χρόνος εγώ τρέχω αργά. Σκοντάφτει όποιος βιάζεται. Το ξέρω καλά. Κι αν θέλω και τα δέκα, τα πέντε βαστώ. Τα έχασα όλα μια φορά κι ακόμα πονώ. Φυλώ λοιπόν τα ρούχα μου από τότε παιδιά. Τα λάθη κάνουν οι σοφοί μια μόνο φορά.

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ

Όπως κραυγάζει όποιος πονάει θα φωνάξω. Σε κλάμματα ευθύς αμέσως θα λυθώ. Για τους καλούς και τους κακούς πρέπει να ψάξω. Με το καλό ή το κακό για να ταχθώ. Βαρέθηκα ν’ ακούω παραμύθια για ιδέες, χρώματα κι ιδανικά. Του κόσμου όλα τα παιδιά είναι τα ίδια. Διαφορά υπάρχει μόνο στην καρδιά. Την προσευχή τους κάνουν πριν σκοτώσουν οι «υπηρέτες του καλού» για ν’ ανδρειωθούν. Στο όνομα του Ιησού πυροβολούνε. Με την ευχή του, λέν’, δολοφονούν. «Ελευθερίας μαχητές» αποκαλούνται, βαπτίζουν όποιους θέλουνε «κακούς». Μα τους αληθινούς κακούς δεν πολεμάνε. Αδέλφια είναι μα δεν ξέρεις κι ούτε ακούς. Αν «θέλημα είναι του Θεού» αδέλφια να σκοτώνω, γυναίκες χήρες και μικρά παιδιά ν’ αφήνω ορφανά, «Κακό» πια θεωρήστε με κι ελάτε να με φάτε γιατί δεν μάσησα εγώ το χόρτο σας.

ΟΣΑ ΚΑΛΑ ΚΙ ΑΝ ΕΡΘΟΥΝΕ

Όσα καλά κι αν έρθουνε. Όσο ψηλά κι αν πάς. Ξορκίζω σε αδέλφι μου ποιος ήσουν μην ξεχνάς. Ήσουν γενναία, τρελλή και ατίθαση καρδιά. Γι αγάπη κι αλήθεια τα ‘ριχνες όλα στη φωτιά. Όπως ήσουν έτσι μείνε. Άγγελος και Άγιος γίνε. Κράτα τις μεγάλες σκέψεις. Μην ακούς μεγάλες λέξεις. Μη ζητάς μεγάλα φώτα. Μείνε ταπεινός σαν πρώτα.

ΟΤΑΝ

Απ’ τα σκατά που σε ταΐζουν σα μπουχτίσεις κι όταν τα μάτια σου θ’ ανοίξουνε καλά… Όταν ξεράσεις ό,τι μέσα σου έχουν βάλει και δίχως να ξέρεις σού τρυπούν τα σωθηκά… Σαν ξανανάψει η φλόγα μέσ’ τα στήθια και κοιμισμένα δεν περνούν πια τα λεπτά… Σα μάθεις να τη ζεις την κάθε μέρα όπως τη ζούνε στα ουράνια τα πουλιά… Στη μάχη με τους φόβους σα νικήσεις κι οι εφιάλτες σου δε σε τρομάζουν πια… Σα μάθεις μόνος σου ποια Είν’ η αλήθεια καθώς το βλέμμα σου θα στρέφεις πιο ψηλά… Όταν δε θα ‘χεις πλέον τίποτα δικό σου και διώξεις μέσα απ’ την καρδιά σου το κακό… Τότε στο λέω θα ‘χεις βρει τον εαυτό σου. Τότε στα μάτια θα κοιτάζεις Το Θεό.

ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ

Παρανάλωμα προσφοράς γίνε. Χωρίς ελπίδα ανταπόδοσης δίνε. Το πάθος γι αγάπη κράτησε αναμμένο. Χωρίς αγάπη κάθε τι είν’ πεθαμένο. Στο βωμό της αγάπης την καρδιά σου κάψε. Με τον καπνό στους ουρανούς τ’ όνομά σου γράψε. Μεσ’ τον ορίζοντα ο αέρας να το σκορπίσει. Μα είν’ η αγάπη αθάνατη και δε μπορεί να σβήσει. Της πυράς σου η λάμψη θα σβήσει τα σκοτάδια. Και η θέρμη της θα γιάνει πληγές και σημάδια. Κι απ’ τις στάχτες η ψυχή σου θ’ αναγεννηθεί. Κι ό,τι αγόγγυστα πρόσφερε πίσω θα της δοθεί. Παρανάλωμα προσφοράς γίνε. Κι απ’ την καρδιά σου ποτάμια αγάπης χύνε. Καθήκον κάθε καρδιάς είναι μόνο να αγαπά. Μέχρι να πάψει κάποτε να χτυπά.

ΠΕΘΑΝΕ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΜΑΣ

Λέγανε πως σε ιερό δεν πίστεψε ποτέ του. Μεσ’ τη ζωή του οι πράξεις του δεν είχανε φραγμό. Νόμο δεν ακολούθησε Θεού μήτε ανθρώπου. Για τίποτα δε γνώρισε κανένα δισταγμό. Πέθανε όπως όλοι μας, μονάχος ένα δείλι. Σπαρτάραγε ώσπου ο θάνατος του ‘δωσε λυτρωμό. Μα λίγο πριν το πνεύμα του το σώμα εγκαταλείψει έκραξε: «Συγχώρεσε κι εμένανε, Θεέ, τον αμαρτωλό».

ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ

Δεν το βάζω κάτω. Δε θα παραδοθώ. Κι όπως κανείς δε χάνεται κι εγώ δε θα χαθώ. Με άγχος δε γεμίζω. Δεν κλαίω αν χτυπηθώ. Κι αν πέσω κάτω πιο γερός ξανά θα σηκωθώ. Δεν το βάζω κάτω στην πρώτη δυσκολία. Χίλιες φουρτούνες θα 'ρθουν και θα φύγουν ξανά. Τους άνεμους δεν τρέμω που φυσούν με μανία. Ψηλά στην πλώρη στέκω κι αγναντεύω μπροστά. Δεν το βάζω κάτω. Δεν τρέχω να κρυφτώ. Δεν έχω καταφύγιο. Πάντα πολεμώ. Μια λέξη που δεν ξέρω είν' η λέξη "δειλία". Τη νίκη και την ήττα τις ξέρω καλά. Γιατί θέλει η ζωή πολεμιστές. Και θα παλέψεις να ζήσεις άμα θες. Δίχως όπλα κι αρματωσιές, μα με το νου σου και δυο γυμνές γροθιές.

ΡΙΖΕΣ

Όνειρα έκανα και ήθελα να φύγω. Τις αλυσίδες που με δέναν να τις σπάσω. Ελεύθερος να νιώσω έστω για λίγο. Να τρέξω, να γελάσω, να πετάξω. Δικό μου τίποτα πια να μην έχω. Απαλλαγμένος απ' όλα τα δεσμά. Από τα σύνορα του κόσμου έξω να τρέξω, σκιά της νύχτας μαζί μ' άλλα ξωτικά. Σπίτι μου ο κόσμος. Μητέρα μου η Γη. Αρχέγονη αίσθηση χαμένη αναβλύζει. Στείρα Γη κι άγονη ποτίζει η πηγή. Πρωτογενούς αγνότητας βλαστούς την πλημμυρίζει. Η ματαιότητα αδέλφι μου χαμένο. Ο θάνατός μου σύντροφος πιστός. Ό,τι κι αν είναι να 'ρθει πια το περιμένω, γιατί είμαι ένα τώρα πια με Το Θεό.

ΡΙΣΚΟ

Κι αν δεν πεις αυτό που νιώθεις τι άλλο έχεις να μας πεις; Κι αν δεν είσ’ αυτό που δείχνεις τι να κρύψεις προσπαθείς; Κι αν φοβάσαι να ρισκάρεις πες μου τότε τι θα κάνεις; Σε δωμάτιο σφραγισμένο περιμένεις να πεθάνεις. Αν δε βγεις από το σπίτι τη ζωή σου πως θα ζήσεις; Κάθε τοίχο που σε κλείνει να ρισκάρεις να γκρεμίσεις. Δάκρια άμα φοβάσαι πως μπορεί να συναντήσεις χάνεις τότε τις χαρές που προσμένουν να τις ζήσεις. Κι αν δε ζεις χαρές και λύπες τότε πες μου πια τι ζεις; Απ’ την ίδια τη ζωή σου δε συμφέρει να κρυφτείς. Κι όταν σου χτυπούν την πόρτα ρίσκαρε και άνοιξέ την. Η ζωή κι αν έχει λύπες είν’ καλή. Αγάπησέ την.

ΣΑΜΑΡΕΙΤΕΣ ΚΑΛΟΙ

Χιλιάδες ψυχές Ξεχασμένες, μοναχές σε παγκάκια κοιμούνται τις βραδιές Διαβάτες περνούν, δε γυρνούν να τους δουν. Τη γαλήνη τους να σπάσουν δεν τολμούν. Σαμαρείτες καλοί. Λιγοστέψαν στη γη. Παιδάκια πεινούν κι απ' την πείνα ξεψυχούν. Κάπου αλλού στον κόσμο τρόφιμα πετούν. Μέσ' τις χωματερές για ν' ανέβουν οι τιμές και κανείς δεν κλαίει αν χάνονται ζωές. Σαμαρείτες καλοί. Λιγοστέψαν στη γη. Μα θα 'ρθει η ώρα κι η στιγμή που λόγο όλοι θα δώσουμε και Σα μας ρωτήσει Ο Θεός κουβέντα δε θ' αρθρώσουμε. Γιατί φταίμε κι εμείς.

ΣΑΝ ΠΟΥΛΙ

Δε θα ‘ν’ σαν παραμύθι γιατί είμαι άνθρωπος κοινός. Δε θα είναι σαν τραγούδι γιατί είμαι άνθρωπος πεζός. Δε θα είναι σα λιακάδα γιατί μ’ αρέσει η συννεφιά. Δε θα είναι καλοκαίρι γιατί μ’ αρέσει η χειμωνιά. Δε θα έχει φασαρία γιατί μ’ αρέσει η μοναξιά. Ανατολή δε θα ‘ναι μα θα ‘ν’ ο ήλιος χαμηλά. Τρίτη για Πέμπτη δε θα είναι μα θα ‘ν’ ημέρα Κυριακή τότε που λέφτερος θα είμαι και θα πετάξω σαν πουλί.

ΣΠΙΤΙ ΑΝΟΙΚΤΟ

Στον ήλιο διάπλατα παράθυρα ανοιγμένα κι η πόρτα διάπλατα ανοικτή. Στο σπίτι μέσα μπαίνει φως μαζί με τον αέρα κι η πόρτα διάπλατα ανοικτή. Ξένος αν είσαι πέρασε. Γνωστός αν είσαι έλα. Όλοι χωράνε σπίτι μου. Όποιος κι αν είσαι έλα. Στην καρδιά μου χωράς κι εσύ να μπεις κι όλοι οι άλλοι οι κάτοικοι της γης. Και το σπίτι μου κι αν είναι μικρό είναι για τον καθένα ανοικτό.

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Φόβος άλλος μη σου γεμίζει το νου. Των μεγαλείων τα οράματα φοβού. Μείνε καρδιά μου πάντα ξάγρυπνη. Μείνε καρδιά μου νέα. Για πάντα μείνε όπως ήσουνα: Ελεύθερη - Γενναία. Σ' όνειρα μη σκλαβώνεσαι. Αφέντρα είσαι. Μάθε το καλά. Πάντα ψηλά να ορθώνεσαι. Περήφανα, μα και ταπεινά. Φόβος άλλος μη σου γεμίζει το νου. Των μεγαλείων τα οράματα φοβού.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΔΕΞΙΑ

Πάρε την οδό του γαλαξία τέταρτο αστέρι δεξιά. Λένε δεν υπάρχει υποκρισία. Λένε δεν υπάρχει εκεί ψευτιά. Γύρισαν το σύμπαν γενναίοι ταξιδιώτες. Αργοναύτες, εξερευνητές. Πουθενά δε βρήκαν ψήγματα αγάπης μέσα στις ανθρώπινες καρδιές. Μέταλλο δυσεύρετο έγιν’ η αγάπη, έγιν’ η αλήθεια και τα ιδανικά. Είδωλα εφήμερα μας εξουσιάζουν. Στραγγίζουν από μέσα μας κάθε ανθρωπιά. Ίκαρος καινούριος θα επιχειρήσω να γίνω με φανταστικά φτερά. Δείξε μου το δρόμο για εκείνο το αστέρι. Μήπως όμως φίλε μου είναι πάρα πολύ ψηλά;

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΣΟΥ ΖΗΤΩ

Κι αν ζούμε σε καιρούς που όλοι θέλουν και είμαστε όλοι μας εγωιστές. Κι αν όλοι νικητές θέλουν να βγαίνουν. Οι φίλοι, οι εχθροί κι οι εραστές. Κι αν ακριβές κατάντησαν οι λέξεις και όλοι αν φοβούνται να τις πουν. Αυτά που θα σου πω να τα πιστέψεις: Φοβούνται όσοι δε θέλουν ν' αγαπούν. Κι αν προσκυνάμε για θεό μόνο το χρήμα και θάβουμε τα αισθήματα βαθιά. Ο κόσμος θα 'ταν όμορφος, όμως τι κρίμα που γίνονται μεγάλοι τα παιδιά. Τίποτα να ξέρεις δε σου ζητώ. Δυο λέξεις μόνο πες μου: «Σ' αγαπώ». Κι άσε με να σε φιλήσω. Τ' άρωμά σου να μυρίσω. Να σε πιω και να μεθύσω. «Σ' αγαπώ».

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ

ΟΧΙ Τα μάτια μου αλλού δε στρέφω το στραβό για να μη βλέπω. Να ξέρετε δε σιωπώ. ΟΧΙ Δεν κάνω πως δε σας ακούω. Ακούω μα δεν υπακούω, γιατί δε σας υπηρετώ. Σκλάβος δε γίνομαι εγώ κανενός. Με διατάζει μόν' Ο Θεός. Τα μάτια μου ανοιχτά δε με προδίνουνε. Φτύνω όσα οι άλλοι καταπίνουνε. Κι όμως, αλλόκοτο όσο κι αν φαντάζει, τον άνθρωπο εξουσιάζει η ηλιθιότητα. Κι ούτε που νοιάζεται εδώ κανένας για το καθάρισμα της βλέννας. Ισοπεδωθήκαμε. Σκλάβος δε γίνομαι εγώ κανενός. Με διατάζει μόν' Ο Θεός. Τα μάτια μου ανοιχτά δε με προδίνουνε. Φτύνω όσα οι άλλοι καταπίνουνε.

ΦΙΛΕ ΧΑΜΕΝΕ

Τον είδα στο δρόμο μετά από χρόνια πολλά. Είχαν αρχίσει ν' ασπρίζουν τα μαλλιά του. Ρυτίδες στο πρόσωπο σκαμμένες βαθιά, που δεν υπήρχαν όταν ήμασταν παιδιά. Μα η ματιά του έμεινε παιδική. Βράχνιασε η φωνή του, μα πάντα μελωδική. Με είδε κι εκείνος και μου μίλησε, λες και δεν είχαν περάσει τόσα χρόνια. Την ιστορία του διηγήθηκε, μα μια σκιά του σκέπασε τα μάτια. Το ένιωσα μα δεν του μίλησα. Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Που σε έστειλε ο αγέρας αδέλφι μου; Που παράδερνες μονάχος; Σε ποιους ουρανούς ; Πόσες ήταν καταιγίδες που σε δείρανε ; Ποια να ήταν τα όνειρά σου που σου πήρανε ; Οι ρυτίδες που χαράζουν πρόσωπα δεν πρέπει να αγγίζουν την καρδιά. Η καρδιά σου πρέπει να μείνει ζωντανή και ν' αγαπάει όπως αγαπάει ένα παιδί.

ΦΩΤΙΑ

Στα δάση βαθιά κρυμμένη η αλήθεια. Κρυμμένη η ΕΔΕΜ μακριά από τα σπίτια. Κρυμμένος κι εγώ. Ποτέ δε με ψάχνουν. Στη θέση μου πλαστικούς ανθρώπους φτιάχνουν. Τσιμέντο ο κόσμος μου, σκοτάδι η μέρα. Κεραίες και εκπομπές πετούν στον αέρα. Αέρας και η ζωή γλιστρά απ’ τα χέρια. Τη νύχτα φοβάμαι. Δε βλέπω τ’ αστέρια. Αστέρια δε βλέπω, μα ούτε φεγγάρι και μόνο τον ήλιο δεν έχουνε πάρει. Τα δάση που λέγαμε κι αυτά τα ‘χουν κόψει. Τσιμέντο στη θέση τους παχύ έχουν στρώσει. Τα δέντρα τα κόβουνε να φτιάξουνε σπίρτα, τα δάση που μείνανε να κάψουν μια νύχτα. Φωτιά λεν’ μας γέννησε, μα θέλω μια χάρη. Ας έρθει και τώρα φωτιά να μας πάρει.

ΧΩΜΑ

Χώμα είμαι – Χώμα ζητώ. Τα’ απλά και τα’ ανθρώπινα ψάχνω να βρω. Χώμα είμαι – Χώμα ποθώ. Λιβάδια κι ορίζοντες θέλω να δω. Υψώνω τα χέρια σε ικεσία. Χώμα να λάβω στον πλάστη αιτούμαι. Και λίγη βροχή – γλυκιά υγρασία. ‘Ο,τι όλοι οι χωμάτινοι ζητάμε να πιούμε. Πήλινο σκεύος – χώμα ψημένο. Να σπάσω και χώμα να γίνω προσμένω. Μέσα στο χώμα να μπω που πατώ. Με μνήμες χωμάτινες κι εγώ να ενωθώ. Χώμα είμαι – το χώμα αγαπώ. Χώμα να πιάσω – Χώμα να πλάσω. Με ιδρώτα και δάκρυ το χώμα ν’ αγιάσω. Για χώμα ν’ ακούσω, για χώμα να πω. Παιδί του Αδάμ – κι εγώ από χώμα. Και μέσα στο σώμα ψυχή κουβαλώ. Κι αν χώμα – σώμα – ηδονή με κυβερνούν ακόμα στη βάση του νού μου ζητώ Το Θεό.