ΚΑΜΜΕΝΗ ΓΗ

Ο αδελφός του Θανάτου, ο Ύπνος σα σε πήρε,
τότ’ άνοιξαν τα μάτια σου και είδαν καθαρά.
Ήταν αλήθεια ο χρησμός που σου ‘στειλ’ η Δωδώνη.
Ήμουν εγώ ο θεριστής κι ο θερισμός κοντά.

Χρυσό φλουρί αντίτιμο ζητάει ο βαρκάρης
κι οι Ερινύες κράζοντας τριγύρω σου πετούν.
Της απληστίας τον καρπό αν έκαιγες πριν έρθεις
χρησμό άλλο θα είχανε τα φύλλα να σου πουν.

Στα χέρια μου όμως κρατώ φωτιά αντί δρεπάνι
και καίγοντ’ όσα δε μπορούν να τρέξουν ερπετά.
Φλόγες και στάχτες η σοδειά του σπόρου που ‘χες σπείρει.
Κάηκε η Γη πολύ βαθιά και δε βλασταίνει πια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ

ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΔΕΞΙΑ