ΑΛΛΟΚΟΤΟ
Γύπας βρωμερός με την ανατολή Έρχεται και τα σπλάχνα σου ξεσκίζει Στην πέτρα καρφωμένος στέκεσαι. Κανείς δε θα 'ρθει να σε βρει γιατί κανείς δε σε γνωρίζει. Γυμνός με τα καρφιά στα χέρια Σου απάνω απ' το σταυρό μας αγναντεύεις. Με λόγχη τα πλευρά Σου τρύπησαν. Νερό τους ζήτησες κι αυτοί Σου 'δώσαν ξύδι. Στον κόσμο τούτο 'δω που ήρθαμε τους ανθρώπους θυμούνται σαν πεθάνουν Σε κόλλα άσπρη χαρτί τους τυλίγουνε και σε μελάνι μαύρο τους βαλσαμώνουν. Αλλόκοτο Είν' απ' όλα όμως πιο πολύ, σ' ιδρώτα αλλωνών τα χέρια πλένουν. Στους τοίχους των σπιτιών τους ανθρώπους χτίζουνε και τα παιδιά τους μ' αλλωνών ποτίζουν αίμα.